Πέμπτη

Ιανουαρίου 25: Γρηγορίου Θεολόγου αρχ/που Κωνσταντινουπόλεως


Το μόνο που ήθελε στην ζωή του , όταν τέλειωσε τις λαμπρές του σπουδές, ήταν να απομακρυνθεί στην αγαπημένη του ερημία, για να αφιερωθεί στην προσευχή και τον στοχασμό, μαζί με τον αδελφό Βασίλειο- δύο σώματα, μία ψυχή. Όμως η υπακοή στον πατέρα, τα βάσανα της Εκκλησίας, η μεγάλη ευθύνη τον θέτουν ξανά και ξανά στο κέντρο των εξελίξεων. Θέτει τον εαυτό του και την επιθυμία στο περιθώριο, ανασταίνει την Εκκλησία μέσα από την ορθοδοξία των λόγων του. Τον αγαπούν και τον μισούν με την ίδια ένταση και πάθος οι φίλοι και οι εχθροί. Και αυτός μια ευαίσθητη ψυχή που αγαπά την ειρήνη, αλλά όχι την σιωπή. Πλασμένος για την γραφίδα του ποιητή αναλαμβάνει την βαρειά καλαμο του θεολόγου, την αχάριστη ράβδο του ποιμένα. Και όταν επιτέλους δικαιώνεται και δοξάζεται, μια τεχνική λεπτομέρεια από ανθρώπους μικρόψυχους και βολεμένους- όχι αρειανούς αλλά φευ "ορθοδόξους"- του στερεί τον οικουμενικό θρόνο. Δεν διαμαρτύρεται, δεν φωνάζει, δεν ζητά το δίκιο του.Εκείνη την στιγμή είναι εκείνος πού γέννησε την εκκλησία. Ο πατέρας της. Και οι απόλεμοι του στερούν κάθε ηθική και κανονική προτεραιότητα. Αλλά αυτός, κάνει πέρα και πάλι τον εαυτό του. "Χάρισμα σας και οι θρόνοι και τα βασίλεια", λέγει. Πάνω απ όλα η εκκλησιαστική ειρήνη! Και τρέχει με ανυπόμονη χαρά στην αγαπημένη απομόνωση , στην ησυχία. Αλλά τώρα τα έχει ήδη δώσει όλα στην Εκκλησία. Η ορθοδοξία του τα έχει πάρει όλα. Η προσωπική του ζωή έχει ήδη θυσιαστεί για τους άλλους. Η προσωπική του ζωή, οι πόθοι , οι μεγάλες του αγάπες, τα όνειρα έχουν σβήσει. Όλα τα έδωσε, τίποτα δεν του απέμεινε δικό του να το χαρεί. Γράφει στο τέλος της ζωής του:

Ερωτάς πώς τα ημέτερα. Και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικόν αδελφόν και τον σωματικόν. ";Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με";, μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλούς εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρή παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω...
Ο μεγαλομάρτυρας της αγάπης δύει στην γη πονεμένος. Ανατέλλει στην γη των πραέων αεί χαρμόσυνος και πανηγυρικός.
Τώρα θεωρώντας την αθέατη θέα την οποία εθεολόγησε κραυγάζει και πάλι την χαρά του με το αριστούργημα που εστιχούργησε:Αναστάσεως ημέρα και αρχή δεξιά. Λαμπρυνθώμεν τη εορτή και αλλήλους περιπτυξώμεθα!

Και μεταστάς στα ύψιστα , ένθα Αυτός ο Κύριος ο Θεός εφορεύει και δοξάζεται , χορεύει αιώνια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου