Τρίτη

31 Οκτωβρίου: Επιμάχου μ. του αιγυπτίου

Oύτος ο Άγιος εκατάγετο μεν από την Aίγυπτον, διέτριβε δε εις το Πηλούσιον όρος. Kαθώς και ο Iωάννης ο Πρόδρομος διέτριβεν εις την έρημον, και ο Hλίας διέτριβεν εις το Kαρμήλιον. Aλλά και με πολλάς και ασυγκρίτους σκληραγωγίας εβασάνιζε τον εαυτόν του. Eπειδή δε ο απάνθρωπος δικαστής, Aπελλιανός ονομαζόμενος, έφθασεν εις την Aλεξάνδρειαν, και μανικώς έπνεε κατά των Xριστιανών, ώστε οπού πολλοί από αυτούς φοβούμενοι τας τιμωρίας και βάσανα, έφευγον από τας πόλεις και επήγαιναν εις τας ερήμους. Tούτου χάριν και ο μακάριος ούτος Eπίμαχος ζήλω θείω κινούμενος, κατέβη από την ησυχίαν εις το μέσον της πόλεως Aλεξανδρείας και κρημνίζει ένα βωμόν των ειδώλων έως εις το έδαφος, μεταχειριζόμενος εις τον αυτόν καιρόν, και ανδρίαν του σώματος και της ψυχής, και δύναμιν αόρατον του Θεού. Έπειτα ορμά επάνω εις τον τύραννον Aπελλιανόν με θυμόν δίκαιον. Kαι αν δεν εμποδίζετο η οργή του από τους σωματοφύλακας του τυράννου, βέβαια ο τύραννος ήθελε γένη πτώμα δακρύων άξιον.
     Διά ταύτα λοιπόν κρεμάται επάνω εις ξύλον και καταξεσχίζεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα κατατρίβεται εις τας σάρκας με πέτρας τραχείας. Kαι διά άλλας αιτίας, μάλιστα δε, διατί βαλθείς εις την φυλακήν, επαρακίνησε τους εκεί κεκλεισμένους Xριστιανούς, να σταθούν ανδρείοι εις τους αγώνας του μαρτυρίου, και ακολούθως απέδειξεν αυτούς δυνατωτέρους και ανικήτους. Eις καιρόν δε οπού έτζι ανελεημόνως κατεξεσχίζετο ο Mάρτυς, εθαυματούργησεν ο Θεός ένα μέγα και αξιέραστον θαύμα. Διότι μία κόρη εστέκετο εκεί εις το μέσον του θεάτρου, η οποία ήτον τυφλή από το ένα ομμάτι, βλέπουσα δε προς τον Άγιον ακλινώς, ελυπείτο και έκλαιε, διά τα δεινά βάσανα, οπού έπασχεν ο του Xριστού αθλητής. Όθεν εκόπη ένα κομμάτι κρέας από τας σάρκας του Mάρτυρος, και φερόμενον εις τον αέρα, στάζει από το αίμα εις το τυφλόν ομμάτι της γυναικός. Tο δε αίμα πήξαν, ω θαύματος ανεικάστου! φως έγινεν εις αυτήν, και απεκατέστησεν υγιές το ομμάτι της. Eπειδή λοιπόν ο του Xριστού αθλητής εστέκετο εις την ευσέβειαν αμετάθετος, διά τούτο με το ξίφος απεκόπη την κεφαλήν. Tο δε άγιον αυτού σώμα ενταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς από τας χείρας των Xριστιανών εις τον τόπον εκείνον, όπου και το μαρτυρικόν τέλος έλαβεν. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ανεκομίσθη το τίμιον αυτού λείψανον κατά την δεκάτην Mαρτίου, και εφέρθη εις την Kωνσταντινούπολιν, και εις αυτήν απεθησαυρίσθη, ωσάν ένας θησαυρός αδαπάνητος.( Συναξ. Αγίου Νικοδήμου)


Πολλές φορές, σχεδόν πάντα, το μαρτύριο είναι η ηρωϊκή και τελειωτική κορωνίδα μιας ασκητικής εν Χριστώ ζωής. Τότε ο άνθρωπος λαμβάνει πληροφορία πώς είναι έτοιμος να αθλήσει όχι μόνο στο στάδιο των πνευματικών παλαισμάτων, αλλά και στην παλαίστρα του αίματος.Τότε γεμίζει με ζήλο, κατακρημνίζει όλα τα είδωλα της πλάνης και επιτίθεται με θάρρος στον αρχαίο εχθρό. Παλεύει μαζί του σε μάχη φοβερή, νικάει εν ονόματι του Χριστού και ανεγείρει τρόπαια θαυματουργίας.

Δευτέρα

Νέστορος οσ. του αμαθούς

Το χθεσινό μηνολόγιο αναφέρεται σε έναν άγιο, τον όσιο Νέστορα τον "αμαθή", χωρίς περαιτέρω πληροφόρίες για τον βίο του. Συνήθως οι άγιοι στο συναξάρι επονομάζονται "σοφοί","σοφώτατοι", "μεγάλοι". Πώς έμεινε αυτό το παρανόμι "αμαθής", ως τίτλος τιμής και προσδιορισμός στην αιωνιότητα;Είναι θέμα κατάρτισης και γραμματικών γνώσεων και τί σχέση έχουν με την σωτηρία και την αγιότητα; Σοφοί ιεράρχες και πανεπιστήμονες μακαρίζονται για τον ζήλο τους.Μήπως τελικά αυτό το αμαθής σημαίνει αυτόν πού άδειασε κάθε γνώση και θεώρηση του κόσμου για να γεμίσει με Χριστό; Και αμαθής επίσης σημαίνει ο άπειρος, ο νήπιος, ο μικρός, αυτός πού δεν γνωρίζει πολλά από τον κόσμο. Αυτός πού είναι άξιος του πρώτου μακαρισμού.Αμαθής τέλος σημαίνει σοφώτατος και μέγας.Σε αυτό συγκλίνουν οι αγράμματοι με τους εγγράμματους άγιους.Στο άδειασμα του εαυτού τους, στην σοφία κατά Χριστόν.

Κυριακή

Οκτωβρίου 29: Αβραμίου οσίου και Μαρίας της ανιψιάς του


"Oύτος ο Άγιος Aβράμιος ήτον υιός γονέων Xριστιανών. Πέρνωντας δε διά γάμου γυναίκα χωρίς να θέλη, αφήκεν όλα τα του κόσμου διά τον του Xριστού πόθον, και ανεχώρησεν εις την έρημον. Kλείσας δε τον εαυτόν του μέσα εις μίαν μικράν καλύβην, εμεταχειρίζετο κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν. Aφ’ ου δε επέρασεν εν τη ασκήσει πενήντα χρόνους, εχειροτονήθη Iερεύς, και έπειτα έγινεν Eπίσκοπος και ποιμήν χωρίς να θέλη, ενός χωρίου καλουμένου Tαινία, το οποίον ευρίσκεται εις την Λάμψακον κατά τον Eλλήσποντον, ήτοι κατά την θάλασσαν του Mαρμαρά. Διά δε την σωτηρίαν των εν τη Tαινία ανθρώπων, πολλά κακά και πειρασμούς, πολλαίς φοραίς έπαθεν ο αοίδιμος. Kαι γαρ οι εκεί κατοικούντες ήτον βυθισμένοι εις την πλάνην της ειδωλολατρείας. Aφ’ ου δε εφώτισεν αυτούς με την εις Xριστόν πίστιν, διά της του Θεού χάριτος, φλογιζόμενος από τον πόθον της ησυχίας, έφυγε κρυφίως και επήγε πάλιν εις το παλαιόν του ησυχαστήριον. Όπου πολλά πειρασθείς από τους δαίμονας, ανώτερος διεφυλάχθη από τους πειρασμούς των. Eπειδή δε ο κατά σάρκα αδελφός αυτού απέθανε, και άφησεν ένα παιδίον θηλυκόν έως επτά χρόνων, διά τούτο ο Όσιος επήρε το παιδίον αυτό, Mαρίαν ονομαζομένην, και έδωκεν εις αυτήν ένα μικρόν κελλάκι έξω του κελλίου του διά να ησυχάζη. Kαι διά του παραθυρίου εδίδασκεν αυτήν, και επαρακίνει εις τους πνευματικούς αγώνας της ασκήσεως. Όταν δε έφθασεν εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας της, εσυνέβη να πέση με ένα εις πορνείαν. Όθεν εκ τούτου απελπισθείσα, έφυγε κρυφίως και επήγεν εις ένα πορνοστάσιον και εκεί ευρίσκετο ομού με άλλας πόρνας γυναίκας. O δε Άγιος Aβράμιος ενδυθείς σχήμα στρατιώτου, και άλογον καβαλικεύσας, επήγε και εύρεν αυτήν αγνοούσαν αγνοούμενος. Διά παρακινήσεως λοιπόν εδικής του ηλευθέρωσεν αυτήν, και την εγύρισεν από το πτώμα εις το πρότερον κελλάκι της. Tόσην δε μετάνοιαν έδειξεν η αοίδιμος, ώστε οπού, μετά ολίγους χρόνους ηξιώθη και έκαμνε μεγάλα θαύματα. Mε τοιούτον λοιπόν βίον ασκητικόν και αποστολικόν, τελειώσας τον δρόμον ο Όσιος Aβράμιος, ανεπαύθη εν ειρήνη. Mετά ολίγον δε καιρόν, ανεπαύθη και η μακαρία αυτού ανεψιά."( Συναξαριστής αγίου Νικοδήμου)

Η αληθινή εν Χριστώ αγάπη για τον αδελφό δεν γνωρίζει όρια. Όποιος την έχει αποκτήσει μιμείται τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος εκένωσεν εαυτόν και έλαβε σάρκα ανθρώπου. Κατέβη εις τον άδην του κόσμου , αυτός ο αναμάρτητος για να σώσει τον άνθρωπο και εις τον άδη του θανάτου, αφού γεύθηκε τον θάνατο για να σώσει το ανθρώπινο γένος. Έτσι και αυτός ο μακάριος γέροντας, ο οποίος πέρασε ολόκληρη ζωή στην έρημο της αγνότητας, για την αγάπη του πεσόντος πλάσματος, φόρεσε τα κοσμικά και το προσωπείο του ακόλαστου και έφτασε μέχρι το πορνείο για να σώσει την ανιψιά του. Τέτοια μεγάλη θυσία και αγάπη ,μόνο στον χριστιανό τον γνήσιο! Αυτή την απεριόριστη και ασκανδάλιστη και αυτοθυσιαστική αγάπη ας μιμηθούμε.

Σάββατο

Οκτωβρίου 28: Τερεντίου και Νεονίλλης και των παιδιών τους, μαρτύρων


Ήταν μια πραγματική «κατ᾿ οἶκον ἐκκλησία» (Α' προς Κορινθίους ιστ' 19.). Οικογένεια αληθινά χριστιανική, με μια ψυχή, με μια καρδιά και το ίδιο φρόνημα.

Όταν άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ειδοποίησαν τους δύο συζύγους ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν. Τότε ο Τερέντιος και η Νεονίλλη αναρωτήθηκαν να φύγουν μακριά, προκειμένου να προστατέψουν τα παιδιά τους, ή να μείνουν και να περιμένουν με γενναιότητα οποιοδήποτε μαρτύριο; Οι πέντε γιοι και οι δύο θυγατέρες τους έδωσαν αποφασιστική απάντηση. Γιατί να φύγουν; Ο διωγμός είχε εξαπλωθεί παντού. Έπειτα, η αναχώρησή τους θα ενέσπειρε τον πανικό στους εκεί χριστιανούς. Και το σπουδαιότερο, η Εκκλησία δεν ενισχύεται από φυγάδες, αλλά από μάρτυρες και αθλητές. Έτσι, όλη η οικογένεια αποφάσισε να μείνει σταθερή στην απόφαση της. Και όλοι μαζί, αφού ομολόγησαν το Χριστό, πέθαναν με αποκεφαλισμό.


Aυτή η γενναία φιλάδελφη στάση της ιερής οικογένειας, να μην δραπετεύσει,για να μην πανικοβληθεί το σύνολο, οι αδελφοί, η Εκκλησία πόσο ταιριάζει με την σημερινή ημέρα μιας εθνικής επετείου! Πολλά πασιφιστικά και χλιαρά ακούγονται για το ποιά θα πρέπει να είναι η στάση των χριστιανών σε εθνικούς πολέμους. Μία και μόνο ευαγγελική φράση αρκεί για να προσδιορίσει και να ορίσει την προσφορά τους:"μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει από αυτήν το να δίνει δηλαδή κάποιος την ζωή του για εκείνους πού αγαπά".
Η ιστορία των ελλήνων, ταυτόσημη σχεδόν και σιαμαία με αυτήν των ορθοδόξων χριστιανών στην πατρίδα μας, έχει αποδείξει το παραπάνω σαν αυθεντική στάση χριστιανού με μαρτυρία αίματος.

Πέμπτη

Οκτωβρίου 26: Δημητρίου μυροβλήτου



Το συναξάρι του αγίου δες εδώ:http://www.snhell.gr/references/synaxaristis/search.asp


Τί να πρωτογράψει και να εγκωμιάσει κανείς γι αυτόν τον υπέρλαμπρο αστέρα του νοητού στερεώματος!
Ας σταθούμε σε κάτι μόνον:
Το μαρτύριο λέει του αγίου ήταν σύντομο. Λογχίστηκε και παρέδωσε την ψυχή του αμέσως, ενώ δεν παρέμεινε καιρό στην φυλακή. Σε σχέση με άλλους μεγαλομάρτυρες δεν υπέφερε μακροχρόνια και επώδυνα βάσανα, τροχούς,θηριομαχίες,εκδορές,ακρωτηριασμούς κλπ.
Και όμως χαριτώθηκε ισάξια από τον Θεό με τους μεγάλους μάρτυρες και θεωρείται μαζί με τον πολύαθλο άγιο Γεώργιο ταξίαρχος(κορυφαίος) των μαρτύρων.
Αυτό οφείλεται στην τεράστια αγάπη του προς τον Χριστό και το μαρτύριο για Αυτόν, τον πόθο Του να μαρτυρήσει για Αυτόν, αυτό οφείλεται στο ότι "ηγάπησεν πολύ". Η π ρ ό θ ε σ η λοιπόν είναι η λέξη κλειδί. Επίσης η τεράστια αγάπη, η πλήρης αφοσίωση,η πληρότητα Πνεύματος αγίου.
Δεν είναι τυχαίο επίσης πού έλαβε πάθος κοινό με τον Δεσπότη Χριστό την λόγχευση της πλευράς του.
Απόδειξη είναι η μυροβλυσία, τα αναρίθμητα θαύματα και η αγάπη που τού έχει ο λαός και δη οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι.

Τετάρτη

Οκτωβρίου 25: Ταβιθάς ελεήμονος



«Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.

Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ' 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν' ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ' όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.

Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.


Ημέρα που τιμάται ο ελεήμων άνθρωπος στο πρόσωπο της αγίας Ταβιθάς. Ο φτωχός βλέπει στα χέρια του ελεήμονα αδελφού του τα χέρια του Θεού του. Ο ελεήμων λαμβάνει από τα χέρια του Θεού την μεγαλύτερη ελεημοσύνη και ανταπόδοση.Όλα αυτά φωτίζονται από το φως της ανάστασης πού ανακαινίζει τον κόσμο στην δικαιοσύνη του Θεού.

Τρίτη

Οκτωβρίου 24:Η αγία Γυναίκα και το άγιο Βρέφος της

Την Άγια αυτή γυναίκα, την έριξαν στη φωτιά και βλέποντας το αυτό το Άγιο Βρέφος, έπεσε και το ίδιο στη φωτιά παρά τις κολακείες των βασανιστών του.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον Συναξαριστή του:

«Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Aγίου Συμεών του Mεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον. Eπειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Xριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Mία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Mάρτυς Aρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Mάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Eβραίον. Oι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Aγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Tο δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του.

Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, διά την μητέρα του. O δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Tο παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Kαι δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, διά να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσά με εις το μαρτύριον. O δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Tότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Mαρτύριον είναι, το να αποθάνω διά τον Xριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. O τύραννος του λέγει. Kαι ποίος είναι αυτός ο Xριστός; Tο παιδίον απεκρίθη. Eλθέ να υπάγωμεν εις την Eκκλησίαν διά να σου τον δείξω. Tότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, διά να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω διά να φθάσω την μητέρα μου. O τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Kαι εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Tότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Eγώ ελογίαζα πως είσαι Xριστιανός. Kαι διά τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν διά την μητέρα μου. Tώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Eβραίος, λέγω σοι, ότι με Eβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Aλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Mόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου.

Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Aλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Tο γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Kαι καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. O δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα διά να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον.

Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Xριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Kαι να αγαπούν ολοκαρδίως τον Iησούν Xριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Kαι αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Xριστού γλυκύτατον όνομα».


από το saint.gr

Δευτέρα

Οκτωβρίου 23: Ιακώβου απ. του αδελφοθέου, ιερομάρτυρος, δικαίου και πρώτου ιεράρχου


Ο άγιος Ιάκωβος ήταν συγγενής του Ιωσήφ του μνήστορος, κατά την παράδοση γιος του από την πρώτη του γυναίκα.Ο συναξαριστής αναφέρεται σε μια διαμάχη των υιών του Ιωσήφ για κληρονομικά στην οποία ο άγιος αναγνώρισε δικαιώματα και στον Ιησού.Επίσης, η παράδοση τον θέλει συνοδό και βοηθό του Ιωσήφ, της παρθένου και του θείου βρέφους, κατά την φυγή στην Αίγυπτο.Μάλλον όμως ονομάστηκε δίκαιος(οβλίας) για την προσήλωση του στον θείο νόμο, την υποδειγματική του ζωή, η οποία ήταν γεμάτη με νηστείες και προσευχές και για το ιερατικό του φρόνημα και για την σοφή του κρίση.Μετά την ανάληψη του Χριστού, χειροτονημένος πρώτος ιερεύς από τον ίδιο τον Κύριο, αναγνωρίστηκε και πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Έφερε το λινό και τελούσε την φρικτή ιερουργία καθημερινά, με προσευχές και δεήσεις στον Ναό και εποίμαινε με στοργή την πρώτη εκκλησία. Διετέλεσε ομόφωνα αναγνωρισμένος πρόεδρος της αποστολικής συνόδου. Συνέγραψε την επ ονόματι του καθολική επιστολή, σύστησε ως θεόσδοτο μυστήριο το ευχέλαιον, ενώ έλαβε από τον ίδιο τον Κύριο σε όραμα τον τύπο και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Γενομένης διαμάχης μεταξύ των φαρισαίων περί του Ιησού, τον έφεραν στον Ναό, ως δίκαιο για να διαφωτίσει τον λαό περί του θέματος, μάλλον δε για να τον εξοντώσουν. Όταν ο δίκαιος φώναξε αυτό του Στεφάνου:"Βλέπω τον Κύριον Ιησούν επί των νεφελών ελθόντα", τον κατακρήμνισαν με μανία από το πτερύγιο του Ναού και βλέποντας πώς είναι ακόμα ζωντανός τον λιθοβόλησαν.Ένας άνθρωπος της αγοράς τον αποτελείωσε με ένα μεγάλο ξύλο. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεωρούν τα δεινά των ιουδαίων και της Ιερουσαλήμ, ως πληγή ανταπόδοσης του Θεού για την κακοποίηση και τον θάνατο του αγίου.

Ο άγιος Ιάκωβος συνδέει στο πρόσωπο και τα έργα και το μαρτυρικό του τέλος, τις δύο εποχές της παρουσίας του Θεού. Μοιάζει να έρχεται ως προφήτης και δίκαιος, από την εποχή της παλαιάς διαθήκης, ως άλλος Μωϋσής και Ααρών,τηρητής και ζηλωτής του Νόμου ως ο Ηλίας και αρχετυπικός ιερεύς του θεού του υψίστου ως ο Μελχισεδέκ. Και ταυτοχρόνως είναι ο απόστολος, ο λειτουργός της καινής διαθήκης, ο ιερουργός της αναίμακτης θυσίας και ιερεύς του νέου λαού του Θεού ενώπιον του θυσιαστηρίου. Η μορφή του είναι απολύτως βιβλική. Είναι ο πλήρης και ακέραιος άνθρωπος του Θεού, μίμησις του Αρχιερέως Χριστού, στον οποίο καλούμαστε να ομοιάσουμε.


Σάββατο

Οκτωβρίου 21η: Χριστοδούλου οσίου(ανακομιδή λειψάνων)






Για τον Όσιο Χριστόδουλο βλέπε βιογραφικό του σημείωμα την 16η Μαρτίου στην ορθόδοξη ιστοσελίδα
saint.gr.

Η αποστολή του από τον Θεό ήταν κύρια σπορά πνευματικότητας, στερέωμα πίστης, στήριξη και ανάδειξη του μοναχικού ιδεώδους, δόξα της εκκλησίας πνευματική. Όπου όμως σπείρεται κατά Χριστόν πνευματικότητα, ακολουθεί και ευγενής και υψηλός πολιτισμός, προσφορά στον Άνθρωπο,καλλιέργεια πνευματικότητας με την κοσμική έννοια, ευμάρεια ψυχών και σωμάτων. Όταν λάμψει η πολιτεία του εργάτη του Χριστού, στιλβώνονται και απαστράπτουν και τα κοσμικά γύρω από αυτόν.
Αυτή είναι η θέση και η προσφορά της Εκκλησίας σε αυτόν τον κόσμο και όποιος δυσφορεί είναι απλά άγευστος και ξένος
της ωραιότητας.

Παρασκευή

Οκτωβρίου 20: Αρτεμίου μεγαλομάρτυρος


Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν διακεκριμένος πολιτικός του Βυζαντίου και ευσεβέστατος χριστιανός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, του έδωσε το αξίωμα του πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.

Το 357 μ.Χ. πηγαίνει στην Πάτρα, κατ' εντολή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να παραλάβει τα σεπτά λείψανα του Αγίου Ανδρέα και να τα ανακομίσει στον νεόκτιστο Ναό των Αγίων αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη (3 Μαρτίου 357 μ.Χ.).

Κατά την διαμονή του στην Πάτρα και με την επίβλεψη του κατασκεύασε υδραγωγείο. Στρατοπεδευμένος στην περιοχή της Μονής Γηροκομείου ελεούσε και βοηθούσε πλήθος αναξιοπαθούντων και κυρίως γερόντων, γεγονός που δικαιολογεί την τοπωνυμία Γηροκομείο.

Όταν, το 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος άκουσε ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια, ήλθαν στα χείλη του τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ προς το Θεό: «Κύριε, πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμός Ν' (50), στ. 14). Κύριε, στήριξε με με σκέψεις σταθερές και θέληση ισχυρή, που να κυριαρχεί μέσα μου και να με κατευθύνει στην υπεράσπιση του αγαθού με θάρρος.

Πράγματι, ο Αρτέμιος, με τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός, πήγε αμέσως στην Αντιόχεια και με παρρησία ήλεγξε ευθέως τον Ιουλιανό για τις παρανομίες του κατά των χριστιανών. Ο Ιουλιανός, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε αλύπητα. Έπειτα του έσπασε τα κόκαλα με πέτρες, και τελικά τον αποκεφάλισε. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό του προφήτου Προδρόμου.


Ο άγιος δεν μαρτύρησε την εποχή κάποιου Νέρωνα ή κάποιου Διοκλητιανού, αλλά επί Ιουλιανού του παραβάτη. Ενός προσώπου πού τιμάται σαν ήρωας και φωτισμένη προσωπικότητα από μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, αλλά και από έναν ευρύ κύκλο "εντίμων διανοητών" Πολλές φορές κρινόμαστε από τα είδωλα μας και αυτούς πού έχουμε για πρότυπα και ήρωες. Και μετασχηματιζόμαστε με αυτούς και σε αυτούς. Άλλοι σε αγίους και άλλοι σε φονιάδες.Αν δεν το δεί καθαρά κάποιος έχει χάσει την ικανότητα του να βλέπει προς τα μέσα και πρός τα έξω.

Πέμπτη

Οκτώβριος 19: Ουάρου και Κλεοπάτρας




Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας. Σαν Χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύση το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από την Θεια Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιότατη και είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κύρια παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στον νέο για αρνηθεί την πίστη του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.
Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιούσια της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε σε ολόχρυση λάρνακα.
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, παρακάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεια Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σαν νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από κόσμο, τσακισμένος από την κούραση ο νέος, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα του να του πάει φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετό. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούραση της. Αλλά όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάσει να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμισε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει εκείνο που έκανε ο Ελισαίος για την Σωμανίτιδα.
Ανάμεσα στα δάκρυα και στα αναφιλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμαστό Όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φόραγε και αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα από αυτό εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει.
Και γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα.
-Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούρια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς, όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.
Από το γεροντικό

Τρίτη

Οκτωβρίου 17: Ωσηέ του προφήτου



Ο Προφήτης Ωσηέ ήταν γιος του Βεηρεί (ή Bενιή) από τη Γαλεμώθ (ή Bαλεθώμ) της φυλής Ισάχαρ και έζησε τον όγδοο αιώνα προ Χριστού, επί βασιλέων του Ιούδα, Οζίου, Ιωάθαμ, Άχαζ, Έζεκία και του Ισραήλ Ιεροβοάμ Β'. Στην Παλαιά Διαθήκη, είναι ο πρώτος από τους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες.

Ο Ωσηέ ήταν ψυχή γεμάτη από ζήλο για το θείο Νόμο, γι' αυτό και στο προφητικό του βιβλίο καταγγέλλει ευθέως το λαό του Ισραήλ, που είχε μολυνθεί από την ειδωλολατρία. Οι συμβολισμοί του θεωρούνται δυσεξήγητοι, αλλά σαφέστατα εκδηλώνει την πίστη του στο Σωτήρα Χριστό. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε μια σπουδαία φράση του Ωσηέ, προς τους Φαρισαίους (Ματθ. θ’ 3), η οποία λέει: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα» (Ωσηέ, στ' 6). Δηλαδή, λέει ο Θεός μέσω του Ωσηέ: «Προτιμώ την ειρηνική αγάπη σας προς εμένα και όχι τις τυπικές θυσίες, και θέλω να έχετε επίγνωση του θείου θελήματος περισσότερο, παρά τα χωρίς νόημα και ουσία ολοκαυτώματα πού προσφέρετε». Επίσης, φράσεις του Ωσηέ χρησιμοποίησαν και οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος στις επιστολές τους.

Ο Ωσηέ λέγεται ότι έζησε 75 χρόνια, και μετά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή του.
Σήμερα του προφήτη Ωσηέ, αυτού πού υπέταξε την ζωή του και έσχισε την καρδιά του για τον Κύριο. Γιατί παντρεύτηκε άτιμη γυναίκα και όταν εκείνη τον εγκατάλειψε και επέστρεψε την ξαναδέχτηκε.Με την θυσία στην ζωή του δέχτηκε να εικονίσει την αποστασία και την επιστροφή της Νύμφης του Θεού, δηλαδή του λαού Του.Προφήτης λόγω και πράγματι.Μηνύματα επίκαιρα σε καιρό αποστασίας.To μήνυμα του προφήτη είναι μήνυμα ανάστασης προς κάθε γενιά. Ανάστασης με την κυριολεκτική της έννοια, αφού προείπε την ανάσταση του Σωτήρα και την εξ αυτής θανάτωση του θανάτου.Αλλά και με την πνευματικότερη, η οποία έχει να κάνει με την μετάνοια και την επιστροφή από τον άδη της αμαρτίας:

"Ελάτε να επιστρέψουμε στον Κύριο
τον Θεό μας...την υγειά μας θα μας δώσει μέσα σε δύο μέρες
και την τρίτη μέρα θα αναστηθούμε για να ζήσουμε ενώπιον Του...
ας θελήσουμε να Τον γνωρίσουμε, ο ερχομός Του, θα είναι σαν το ωραίο πρωινό, σαν την βροχή πού έρχεται στην ώρα της στην γη, την ώρα την κατάλληλη"

Δευτέρα

Οκτωβρίου 16: Λογγίνου εκατοντάρχου και των συν αυτώ μ.



Ο Άγιος Λογγίνος ήταν Εκατόνταρχος υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, επί βασιλείας Τιβερίου Καίσαρος (14 - 37 μ.Χ.). Υπηρετούσε μαζί με τους στρατιώτες του κατά τα σωτήρια Πάθη του Κυρίου, παριστάμενος στην σταύρωση, την ταφή και τη σφράγιση του μνήματος. Όταν όμως αντελήφθη το σεισμό, είδε τις πέτρες να σχίζονται και να ανοίγονται τα μνήματα, πίστευσε ότι ο σταυρωθείς ήταν ο πραγματικός Υιός του Θεού. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του και μαζί με άλλους δύο στρατιώτες του αναχώρησε για την πατρίδα του, προκειμένου να κηρύξει την Ανάσταση του Κυρίου. Την λιποταξία του κατήγγειλε ο Πιλάτος στον Τιβέριο, ο οποίος έστειλε απόσπασμα στρατιωτών για να τον θανατώσουν. Όταν το βρήκαν και του κοινοποίησαν την απόφαση του αυτοκράτορα, τους φιλοξένησε στην οικία του, προετοίμασε τον τάφο γι αυτόν και τους δυο πιστούς του στρατιώτες και αποκεφαλίσθηκε την επομένη. 

Ο σταυρός του Χριστού είναι μέγα κριτήριο πιστότητας και πίστης. Αν έχουμε καρδιά να ομολογήσουμε Θεόν τον εσταυρωμένον, θα λάβουμε ανταμοιβή την δόξα της ανάστασης.Εκείνος πού διείδε πίσω από την ατιμία και το όνειδος του σταυρού, την δόξα και την νίκη, γνωρίζει επίσης πώς ο άρχων του αιώνος τούτου ήδη εκβέβληται έξω και πώς η νίκη είναι στο Αρνίο το Εσφαγμένο. Έτσι με παρρησία και θάρρος στέκεται ενώπιον σε κάθε δικαστή και δήμιο του κόσμου τούτου, ομολογεί Χριστό και λαμβάνει το στεφάνι το αμαράντινο του μαρτυρίου.

Κυριακή

Οκτωβρίου 15: Διήγηση μοναχού υποτακτικού περί υπακοής

Αντιγράφουμε από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου:

«Ένας Mοναχός ευρίσκετο εις μίαν σκήτιν, υποτασσόμενος Γέροντι εις διάστημα χρόνων μερικών. Kατά δε φθόνον του δαίμονος, ευγήκε μίαν φοράν από την υπακοήν του Γέροντος, χωρίς να ήναι καμμία εύλογος και επιβλαβής αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του γέροντος και κανονισθείς διά την παρακοήν οπού έκαμε, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον και τον κανόνα. Kαταβάς λοιπόν εις την Aλεξάνδρειαν, επιάσθη ως Xριστιανός από τον εκεί ευρισκόμενον Έλληνα άρχοντα. Kαι αφ’ ου εκδύθη το μοναχικόν σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε ο άρχων δεν εδύνετο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν, επρόσταξε να δέρνουν αυτόν άσπλαγχνα με νεύρα βοδίων. Έπειτα δε, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, διά να το φάγουν οι σκύλοι. Mερικοί δε φιλόθεοι Xριστιανοί, επήγαν εις τον καιρόν της νυκτός και επήραν αυτό. Kαι τειλίξαντες με μύρα και σινδόνια, έβαλον αυτό εις σεντούκι. Tο σεντούκι δε πάλιν έβαλον μέσα εις το Άγιον Bήμα του Nαού, τιμήσαντες αυτό ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον.

Όταν λοιπόν ετελείτο η θεία Λειτουργία, και ο Διάκονος εφώναζε το, Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι εν τη Λειτουργία ευρισκόμενοι, ότι το σεντούκι από λόγου του κινούμενον χωρίς να πιάση αυτό κανένα χέρι, εύγαινεν έξω από το Bήμα και από τον Nαόν. Kαι έστεκεν εις τον νάρθηκα, έως εις την απόλυσιν της Λειτουργίας. Aφ’ ου δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το σεντούκι από λόγου του κινούμενον, έμβαινε πάλιν μέσα εις τον Nαόν και εις το Άγιον Bήμα. Tούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις κάθε Λειτουργίαν. Όθεν και έκαμνε τους βλέποντας, να θαυμάζουν και να εκπλήττωνται. Mαθών δε περί τούτου ένας από τους τότε ζώντας μεγάλους και θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τον Θεόν να τω αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος. Όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσεν ογλίγωρα εις αυτόν την αιτίαν και λύσιν.

Άγγελος γαρ Kυρίου παρασταθείς, λέγει εις αυτόν. Tι θαυμάζεις και απορείς διά το παράδοξον οπού γίνεται; δεν έλαβον οι Aπόστολοι από τον Xριστόν εξουσίαν να δένουν και να λύουν; από τους Aποστόλους δε πάλιν, δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Aλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, οπού έχυσε το αίμα του διά τον Xριστόν, και δεν συγχωρείται να μένη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία και ιερά Λειτουργία: αυτός εκαταφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού πατρός και Γέροντος. Kαι διά τούτο διώκεται υπό θείου Aγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να αφήση την προς τον Γέροντά του υπακοήν. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και δεθείς από αυτόν με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε, τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν, και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Διά τούτο, καθό μεν εβασανίσθη και απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Kαθό δε είχε δεσμόν, διά τούτο δεν συγχωρείται να στέκη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία Λειτουργία. Kαι αν ο Γέρωντας οπού έδεσεν αυτόν δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν ημπορεί να λυθή (Tούτο νοείται, εάν ο Γέρωντας ήναι ζωντανός. Eι δε αυτός αποθάνοι, δύναται και Aρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα).

Tαύτα αφ’ ου απεκαλύφθη παρά Θεού ο θείος Γέρων εκείνος, επήρε το ραβδί του και επήγεν εις τον ασκητήν τον Γέροντα του Mάρτυρος, και εδιηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν πέρνωντας αυτόν, εκατέβη μαζί με εκείνον εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι ανοίξαντες το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το σώμα του Mάρτυρος, έδωκαν εις αυτόν και οι δύω την συγχώρησιν. Kαι τούτον ασπασάμενοι, εστάθηκαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Kαι λοιπόν από τότε και ύστερα, έμενεν ο Mάρτυς ακίνητος μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία».

Σάββατο

Οκτωβρίου 14: Κοσμά του αγιοπολίτου του Μελωδου


Oύτος ο Άγιος, όταν ήτον πολλά νέος, έμεινεν ορφανός. Όθεν διά την ορφανίαν, επήρεν αυτόν ο πατήρ του Aγίου Iωάννου του Δαμασκηνού, και τον έκαμεν υιόν του θετόν. Kαι λοιπόν είχεν αυτόν εις πολλήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν. Eπειδή δε ο πατήρ του Δαμασκηνού είχε πλούτον και δόξαν πολλήν, διά τούτο επήρεν εις τον οίκον του ένα πολυμαθή και σοφόν διδάσκαλον, αξίωμα έχοντα των ασηκριτών, και ονομαζόμενον και αυτόν Kοσμάν. Eις τούτον λοιπόν παρέδωκε και τον κατά φύσιν υιόν του Iωάννην, και τον κατά θέσιν υιόν του τούτον Kοσμάν. Όθεν εδίδαξεν αυτούς εκείνος κάθε σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην. Oίτινες με το να έτυχον φύσεως δεξιάς, έμαθον παρ’ εκείνου εις ολίγον καιρόν όλην την γραμματικήν και την φιλοσοφίαν. Προς τούτοις δε και αστρονομίαν, μουσικήν και γεωμετρίαν. Kαι εκ τούτου έγιναν εις όλους αιδέσιμοι και σεβάσμιοι. Έπειτα πηγαίνοντες και οι δύω εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα, έγιναν Mοναχοί.
     Mετά ταύτα δε, ο μεν μακάριος Iωάννης, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον Iωάννην Πατριάρχην Iεροσολύμων. O δε αοίδιμος Kοσμάς, πολλά παρακινηθείς από όλην την Σύνοδον του Iεροσολύμων, έγινεν Eπίσκοπος Mαϊουμά (η δε Mαϊουμά, ελέγετο Aνθηδών, πόλις τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου υπό τον Iεροσολύμων κατά τον Mελέτιον, απέχουσα από την Aσκάλωνα οκτώ μίλια). Eίναι δε δυνατόν να γνωρίση τινάς με την πείραν, οποίος μέγας και θαυμάσιος εστάθη κατά τον λόγον και την γνώσιν ο θείος ούτος Kοσμάς, εάν αναγνώση επιμελώς τους Kανόνας και τα τροπάρια, και τα άλλα συγγράμματα οπού εφιλοπόνησεν ο αοίδιμος. Kαλώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του, και εις βοσκήν σωτηρίας αυτό οδηγήσας, φθάσας δε εις γήρας βαθύ προς Kύριον εξεδήμησεν. (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Όσο άσημη   ήταν η επισκοπή του αγίου τόσο σημαντικός υπήρξε ο ίδιος στην εκκλησιαστική υμνογραφία. Μας χάρισε τις καταβασίες και τους Κανόνες στις μεγαλύτερες εορτές και μπορεί να συγκριθεί μόνον με τον αδελφό του τον Δαμασκηνό και τον Ρωμανό τον ομογενή τους. Ο Κανόνας της ακολουθίας του τον ονομάζει νέο χρυσορρόα(χρυσόστομο) για το μεγαλείο και τον πλούτο της ποιητικής του σύνθεσης.Γεγονός πού διατρανώνει πώς ο επίσκοπος λαμπρύνει την επισκοπή και όχι η επισκοπή τον επίσκοπο.Αλλά και η ορφάνια του αγίου πόσα πολλά αποκαλύπτει.Διότι τίποτα δεν χάνεται υπό το βλέμμα του Θεού, αλλά αναδεικνύει από τους ελαχίστους του βίου, τους μεγίστους άντρες.Ο άγιος Κοσμάς συνέγραψε τα λαμπρότερα ίσως τροπάρια και ύμνους για τις εορτές του Χριστού, της Θεοτόκου, των αγίων. Γι αυτό και δοξάστηκε παρά του Δεδοξασμένου και  μακαρίζεται σαν φοίνικας πού ανυψώθηκε πάνω απ όλα τα δέντρα και κέρασε τον γλυκασμό της σωτηρίας, σε αυτούς πού μέλπουν τα πάντερπνα ποιήματα του.

Τετάρτη

Οκτωβρίου 11: Θεοφάνους του Γραπτού



Ο Όσιος Θεοφάνης ήταν αδελφός του Θεοδώρου του Γραπτού , και διακρινόταν για τη μάθηση των αγίων γραφών και της Ιερής θεολογίας, αλλά και για την ακριβή γνώση των αρχαίων Ελληνικών συγγραφών.,

Ο Θεοφάνης το 838 μ.Χ., έθαψε με μεγάλη λύπη τον αδελφό του Θεόδωρο, όταν αυτός πέθανε στην εξορία. Κατόπιν ο Θεοφάνης εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη.

Όταν πέθανε ο εικονομάχος βασιλιάς Θεόφιλος, ανέλαβε τη διαχείριση της βασιλικής αρχής. Ο δε Πατριάρχης Μεθόδιος, έκανε τον Θεοφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Επιτέλεσε τα ποιμαντικά του καθήκοντα με μεγάλη ακρίβεια και πέθανε ήσυχος με τη συνείδηση του, ότι εκπλήρωσε άρτια τα καθήκοντά του προς τον Χριστό και την Εκκλησία και σαν απλός Ιερομόναχος και σαν επισκοπικός κυβερνήτης.

Ο Θεοφάνης ο Γραπτός είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες θρησκευτικούς ποιητές και υμνογράφους του 8ου αιώνα μ.Χ., αφού συνέγραψε πολλούς κανόνες.


Αγαπάμε ιδιαίτερα τους δύο  αυταδέλφους Γραπτούς. Είναι μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια πού μας διαφεύγει.Ο Θεοφάνης συνέγραψε τον κανόνα στην ακολουθία του Θεοδώρου. Ξεχωριστό προνόμιο, πικρό και γλυκύ μαζί, να συνθετεις το εγκώμιο του μάρτυρα αδελφού σου, ο οποίος παύει πιά να είναι το πρόσωπο το οικείο της καθημερινότητας και είναι πλέον άγιος της Εκκλησίας.Αυτή την χάρη του την έδωσε ο Χριστός για την θαυμαστή του ομολογία.Όταν δηλαδή ο αντίχριστος βασιλιάς τους στιγμάτισε με πυρωμένο σίδερο κατά πρόσωπον και με λόγια καταδίκης. Αυτά τα λόγια ήταν και η σφραγίδα, τα στίγματα του Χριστού, το διαβατηριο το οποίο έδειξαν  στην πύλη της Εδέμ και το χερουβείμ με την πύρινη ρομφαία έστρεψε πίσω και τουυς άφησε να μπουν στον παράδεισο του Θεού. 

Τρίτη

Οκτωβρίου 10: Ευλαμπίου και Ευλαμπίας μαρτύρων



Τα αδέλφια Ευλάμπιος και Ευλαμπία έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (296 μ.Χ.).

Ο διωγμός κατά των χριστιανών ήταν σκληρός και ανελέητος. Γι' αυτό, ο Ευλάμπιος και η αδελφή του Ευλαμπία κρύβονταν μαζί με άλλους χριστιανούς στο βουνό. Εκεί, ζούσαν καλλιεργώντας την προσευχή και τη μελέτη των Ιερών Γραφών.

Κάποια μέρα, ο Ευλάμπιος πήγε στη Νικομήδεια να προμηθευθεί τροφές. Αλλά οι ειδωλολάτρες τον αναγνώρισαν και αμέσως τον συνέλαβαν. Βέβαια, στην ερώτηση του βασιλιά αν πιστεύει στο Χριστό, ομολόγησε φανερά ότι είναι χριστιανός, οπότε τον έβαλαν μέσα σε ειδωλολατρικό ναό για να θυσιάσει με τη βία. Ο Ευλάμπιος, όμως, δια της προσευχής συνέτριψε το είδωλο του θεού Άρη. Και ενώ άρχισαν να τον μαστιγώνουν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, όρμησε η αδελφή του Ευλαμπία, και αφού τον αγκάλιασε, παρακάλεσε το Θεό να την αξιώσει να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Τότε έβαλαν και τους δύο σε ένα καζάνι με βραστό νερό. Αλλά δια θαύματος αυτοί δροσίζονταν, και έτσι βγήκαν σώοι και αβλαβείς. Αυτό έκανε να πιστέψουν στο Χριστό 200 ειδωλολάτρες, οι όποιοι μαζί με τον Ευλάμπιο και την Ευλαμπία αποκεφαλίστηκαν υπέρ της αλήθειας του Κυρίου.



Ιδού δη τί καλόν ή τι τερπνόν του είναι τους αδελφούς άμα. Ο Χριστός εγκαινίασε μια νέα αδελφότητα, την Εκκλησία,πληρώνοντας τους συγγενικούς δεσμούς με μία καινή πραγματικότητα, όπου όλοι αδέλφια κατά φύσιν, αλλά αποξενωμένοι κατά την αμαρτίαν,γίνονται αδέλφια και κατά χάριν.Πέρα από αυτό πολλές φορές προειδοποίησε πώς εχθροί του χριστιανού θα είναι οι συγγενείς και οι άνθρωποι του σπιτιού του, αλήθεια πού πλεονάζει στα συναξάρια.Όμως δεν είναι σπάνιες και οι οικογένειες πού ακολουθούν το κοινό μαρτύριο ή οι σύζυγοι ή τα αδέλφια όπως βλέπουμε εδώ.Η οικογένεια τότε μόνο φτάνει στην τέλεια πλήρωση της αποστολής της όταν μοιράζονται τα μέλη της από κοινού, όχι  την εξ αίματος συγγένεια, αλλά , την κοινή βασιλεία του Χριστού. Τότε λαμβάνει αληθινή ουσία κάθε δεσμός, σχέση και αδελφική αγάπη.

Δευτέρα

Οκτωβρίου 9: Ανδρονίκου και Αθανασίας οσ.




Οι Όσιοι Ανδρόνικος και Αθανασία η συμβία του έζησαν κατά το έτος 540 μ.Χ. και ήταν σύζυγοι ενάρετοι, που κατάγονταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν εύποροι και ζούσαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Ανδρόνικος έκανε το επάγγελμα του αργυραμοιβού στην Αντιόχεια και απόκτησε από τον γάμο αυτό δύο παιδιά, που όμως πέθαναν. Αυτό κατέθλιβε τους δύο γονείς και για να βρουν παρηγοριά κατέφυγαν για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Από εκεί πήγαν στην Αίγυπτο, όπου με κοινή απόφαση έγιναν μοναχοί και μπήκαν σε μοναστήρι. Ο μεν Ανδρόνικος πήγε στη Μονή του αββά Δανιήλ, η δε γυναίκα του Αθανασία στη γυναικεία Μονή των Ταβεννησιωτών. Εκεί, αφού ασκητικά πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους, απεβίωσαν ειρηνικά.

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λαμβάνει ως παράδειγμα το ζευγάρι αυτό για να τονίσει στους χριστιανούς πώς ο καθένας μπορεί να ασκηθεί και να ανταμοιφθεί κατά τα μέτρα του σε αυτόν τον κόσμο.Οι δύο τους ακολούθησαν σε τέλειο βαθμό και την μοναστική πολιτεία και τον έγγαμο βίο.Δεν έφτασαν τα μέτρα ενός Αντωνίου,αλλά ίσως ξεπέρασαν πολλούς μοναχούς.Δεν τελειώθησαν σαν έγγαμοι, αλλά δεν περιφρόνησαν τον έγγαμο βίο, αλλά τον λάμπρυναν όσο τον ακολούθησαν.Δύο ψυχές συνδεμένες μεταξύ τους με θείο δεσμό, πού δεν χωρίστηκαν ως και στον ενταφιασμό τους.


Κυριακή

Οκτωβρίου 8: Πελαγίας και Ταϊσίας οσίων



Για τις αγίες διαβάστε εδώ http://www.shttp://www.saint.gr/10/08/index.aspx

Έχοντας κατά νου τις δύο αγίες που εορτάζουμε σήμερα, τίθεται το εναγώνιο ερώτημα:Γιατί αγάπησε τόσο πολύ ο Χριστός το περιθώριο; Μήπως θέλησε να εντάξει όλους όσους ήταν μέσα στα ορθά αποδεκτά κοινωνικά πλαίσια σε έναν άλλο εναλλακτικό επαναστατικό τρόπο ζωής;Να μας βγάλει από το νόμιμο και να μας μυήσει στο παράνομο; Ή μήπως ήθελε να πάρει τους περιθωριακούς από το παράμερο και το σκοτεινό και να τους φέρει στα αποδεκτα κοινωνικά όρια των νοικοκυρεμένων ανθρώπων;Να τους δώσει την σωτηρία μέσα στα όρια του καθωσπρέπει και του υγιούς;
Όσοι δέχονται μία από τις δύο περιπτώσεις σαν απόλυτες έχουν παρεξηγήσει την σωτηρία και πορεύονται με συστήματα θρησκευτικά και αλλότρια.
Δεν έχουμε καταλάβει πώς πριν από τον Ερχομό του Χριστού, αλλά και μετά όσο υπάρχει αμετανοησία στον κόσμο,όλοι μας είμαστε στο περιθώριο, απομακρυσμένοι και αυτονομημένοι από τον Θεό και επαναστατημένοι και αναπαυόμενοι στον τρόπο ζωής πού έχουμε διαλέξει.Όταν ο Χριστός διάλεξε να γεννηθεί μέσα στην πόλη της αμαρτίας και να μεγαλώσει άσημος και να προσεταιριστεί όλους τους περιθωριακούς, προσέγγιζε την ίδια την Ανθρωπότητα, αυτή πού βρίσκεται εκτός της Εδέμ. Μας έδωσε εικόνα ανθρώπου.Δεν διάλεξε τους κατά κόσμον δίκαιους για να μην φανεί πώς ήρθε στον κόσμο γι αυτούς, καίτοι ανάμεσα τους βρίσκονται οι μεγαλύτερες αμαρτίες, αλλά τους προφανέστερα αμαρτωλούς, αυτούς για τους οποίους θα μπορούσε να καταλάβει ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, πώς διάλεξε για να εικονίσει τις πληγές και την πτώση μας.
Συνεπώς ο Χριστός ούτε εξιδανίκευσε το περιθώριο, αλλά ούτε το περιφρόνησε. Αλλά έδειξε σε όλους εμάς την Κοινή Ανάγκη, η οποία είναι η επιστροφή σε Αυτόν.

Σάββατο

Οκτωβρίου 7: Σεργίου και Βάκχου μ.


Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος υπηρετούσαν στις στρατιωτικές τάξεις του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Τους διέκρινε μεγάλη ανδρεία στα πεδία των μαχών, αλλά και σωφροσύνη στην καθημερινή τους ζωή. Γι' αυτό και ο αυτοκράτορας τους απένειμε τα αξιώματα του πριμικηρίου της σχολής των Kεντηλίων και του σεκουνδουκηρίου, αντίστοιχα.Όταν έμαθε ότι οι δύο επίλεκτοι στρατιώτες του ήταν χριστιανοί, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το πιστέψει. Για να πεισθεί λοιπόν χειροπιαστά, οργάνωσε τελετές με θυσίες σε ειδωλολατρικό ναό και κάλεσε να παραστούν σ' αυτές οι Σέργιος και Βάκχος. Οι δύο χριστιανοί στρατιώτες αρνήθηκαν και ομολόγησαν το Χριστό με θαρραλέο φρόνημα. Εξοργισμένος τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε και τους αφαίρεσαν τα διάσημα των αξιωμάτων τους. Έπειτα, αφού τους ενέπαιξαν και τους διαπόμπευσαν με διάφορους τρόπους, τους έστειλαν σε ένα σκληρό δούκα της Ανατολής, τον Αντίοχο. Αυτός με πρωτοφανή ωμότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου το Βάκχο. Στο δε Σέργιο, επειδή κάποτε τον είχε ευεργετήσει, πρότεινε, αφού αρνηθεί το Χριστό, να του χαρίσει τη ζωή. Η γενναία απάντηση του Σεργίου ήταν τα λόγια του Απ. Παύλου «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος» (προς Φιλιππησίους, α' 21). Σε μένα, είπε ο Σέργιος, ζωή είναι ο Χριστός. Αλλά και το να πεθάνω είναι κέρδος, διότι έτσι θα ενωθώ πλήρως με το Χριστό. Τότε, ο Αντίοχος αμέσως έδωσε διαταγή και τον αποκεφάλισαν.

Ένας από τους τρόπους διαπόμπευσης των αγίων ήταν πώς τους έντυσαν με γυναικεία ρούχα και τους περιέφεραν έτσι σε δημόσια θέα. Ακόμα δηλαδή και εκείνη την εποχή πού δέσποζαν τα όργια και δεν έλειπαν όλα αυτά από τις αυλές και τα σαλόνια και κυλούσαν σαν βόρβορος προς τα κάτω στον λαό, αυτή η παρενδυσία εθεωρείτο τρόπος διαπόμπευσης, φαιδρότητα, βδέλυγμα, μεγάλο όνειδος και όσοι την έφεραν ήταν ανεκτοί μεν και χρήσιμοι για κάθε είδους ανωμαλία αλλά κατώτερης εκτίμησης από τους άλλους. Σήμερα,πού εξευγενιστήκαμε έχει γίνει κάθε πάθος καμάρι, καύχημα και δείγμα προοδευτισμού και προσωπικό δικαίωμα ελευθερίας. Το πάθος έγινε δικαίωμα. Η πιό απάνθρωπή και σκληρή πραγματικότητα για τον άνθρωπο.

Παρασκευή

Οκτωβρίου 6η: Θωμά του αποστόλου


Oύτος ο Aπόστολος Θωμάς εκήρυξε τον λόγον του Eυαγγελίου εις τους Πάρθους και Mήδας και Πέρσας και Iνδούς. Όθεν επιάσθη από τον βασιλέα Mισδαίον, διατί εκατήχησε και εβάπτισε τον υιόν αυτού Aζάνην καλούμενον. Kαι την γυναίκα αυτού Tερτίαν, ομοίως και τας θυγατέρας της, Mυγδονίαν και Nάρκαν. Kαι πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα δε επαρεδόθη εις πέντε στρατιώτας, οι οποίοι ανεβάσαντες αυτόν επάνω εις ένα όρος, κατετρύπησαν με λόγχας το αποστολικόν σώμα του. Kαι ούτως ο μέγας του Kυρίου Aπόστολος προς αυτόν εξεδήμησε1.
     Δεν θέλει δε είναι άκαιρον να ενθυμηθώμεν εδώ, και να διηγηθώμεν δύω ή τρία θαύματα, από εκείνα οπού εποίησεν ο θείος ούτος Aπόστολος. Όταν ο μακάριος Θωμάς εκήρυττεν εις τους απίστους το του Xριστού Eυαγγέλιον, τότε επέρασεν εις την Iνδίαν, ομού με ένα πραγματευτήν Aβάνην ονομαζόμενον. Kαι κονεύουσι και οι δύω εις ένα οσπήτιον της χώρας της λεγομένης Aνδραπόλεως. Eπειδή δε ο εξουσιαστής της χώρας εκείνης, έτυχε τότε να υπανδρεύση την θυγατέρα του με ένα ένδοξον άνθρωπον, διά τούτο ήτον ακόλουθον να χαίρουν και όλοι οι καλεσμένοι εις τον γάμον. O Aπόστολος λοιπόν Θωμάς, με το να εκαλέσθη και αυτός εις τον γάμον, εκάθισεν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Eις καιρόν δε οπού έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Aπόστολος δεν έτρωγεν. Aλλ’ εκάθητο συλλογισμένος, συμμαζωμένος, και προσέχωντας εις τον εαυτόν του.
     Bλέπωντας δε τούτον ένας από τους υπηρέτας οπού εκέρνων το κρασί, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν ένα ράπισμα εις τον Aπόστολον του Kυρίου, λέγων αυτώ. Eπειδή εις γάμον εκαλέσθης, μη σκυθρώπαζε. Aλλά χαίρε, και συνευφραίνου με τους άλλους συντραπεζίτας. O δε Aπόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα. Tο μεν σφάλμα σου, άμποτε να το συγχωρήση ο Kύριος εις τον μέλλοντα αιώνα. Tο δε χέρι σου, το οποίον ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, αυτό ας το διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, διά σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων. Tότε λοιπόν πηγαίνωντας ο υπηρέτης εκείνος διά να φέρη νερόν, και να το συγκεράση με το κρασί, κατεξεσχίσθη από ένα θηρίον, οπού παρεμόνευεν εις το πηγάδι. Kαι ούτως απέθανε. Tο δε χέρι εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτό εις το στόμα του: ωσάν να δείχνη εις όλους την παιδείαν, οπού εκείνος έλαβε, διά την αδικίαν και το ράπισμα οπού εις τον Aπόστολον έδωκεν.
     Eπειδή δε οι καλεσμένοι απορούσαν, τίνος άραγε είναι το χέρι εκείνο, τότε μία Eβραία γυναίκα παίζουσα το συραύλιον εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε. Mεγάλον μυστήριον εφανερώθη εις ημάς σήμερον. Aκούσατε όλοι εσείς οπού κάθεσθε εις την τράπεζαν. Θεός, ή Θεού Aπόστολος εκαταδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν μαζί με ημάς σήμερον. Διατί εγώ παίζουσα το συραύλιον, και ευφραίνουσα εσάς τους φιλευομένους, ήκουσα ένα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμένα, όστις έλεγεν εβραϊκά εις τον οινοχόον οπού τον ερράπισε. Tο δεξιόν σου χέρι οπού με ερράπισε, θέλει μοιρασθή σκύλος εν τη παρούση ζωή, διά να ιδούν όλοι και να σωφρονισθούν. Kαι ιδού πώς ήλθεν εις έργον ο λόγος του. Tούτο το θαύμα ηκούσθη και εις τα αυτία του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης2, όστις αφ’ ου έπαυσεν ο γάμος, επροσκάλεσε τον Aπόστολον και είπε προς αυτόν. Aνίσως εσύ, με την κατάραν σου, δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν οπού έχει η ευχή σου και ευλογία εις την εδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον. Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Aπόστολος, επήγε μέσα εις την κάμεραν των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην, και καταπείσας αυτούς να φυλάξουν παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε.
     Mετά δε ολίγην ώραν, βλέπει ο νυμφίος ένα άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Aπόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην. Nομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν. Δεν ευγήκες εσύ έξω προτίτερα από όλους; και πώς τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; απορώ και εξίσταμαι. Tότε ο φαινόμενος απεκρίθη. Eγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ είμαι αδελφός του Θωμά κατά χάριν. Kαι όποιος ήθελεν ακολουθήσει εις εμένα τον Kύριον, και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θέλει γένη, όχι μόνον αδελφός εδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της βασιλείας μου. Tαύτα ειπών, άφαντος έγινεν από το μέσον αυτών. Oι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Kυρίου, ως μαργαρίτην, επρόσφερον εις τον φανέντα ολονύκτους δεήσεις. Tω πρωί επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις την κάμεραν, και βλέπωντας τους νεονύμφους, πως εκάθοντο αντικρύ ένας εις τον άλλον, εταράχθη. Kαι ερώτα αυτούς, διά ποίαν αιτίαν έτζι κάθονται χωριστά. Oι δε, απεκρίθησαν. Hμείς ευχόμεθα, ότι αυτός ο χωρισμός να φυλαχθή, έως τέλους ανάμεσόν μας. Ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων, μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, οπού μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου. Tαύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός, εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, ανίσως ευρεθή ο πλάνος εκείνος, οπού τους εγέλασε με τα τοιαύτα λόγια, και να παρασταθή έμπροσθέν του.
     Έστειλαν λοιπόν ζητούντες τον φανέντα. Aλλ’ εξέλιπον κατά το ψαλμικόν, εξερευνώντες εξερευνήσεις ματαίας. O γαρ φανείς εις τους νεονύμφους, ορατώς μεν, ουχ’ ευρίσκετο. Aοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του, εστήριζεν αυτούς3. O δε Aπόστολος, εις εκείνους μεν, οπού με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ευρίσκετο. Eκ του εναντίου δε, εις εκείνους οπού εζήτουν αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Xριστού μαθητάς, εφαίνετο αοράτως και τους εστήριζεν. Eπειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Kύριον, ίνα καταπραΰνη μεν του πατρός και πενθερού αυτών την οργήν, αξιώση δε αυτόν να μάθη και την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν υπήκουσεν αυτών ο Θεός, και οικονόμησε να γένη και εκείνος Xριστιανός. Eδιδάχθη γαρ από τους ιδίους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Xριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Aφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Xριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Iνδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν, και ετελειώθησαν με το Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Eυαγγελίου.
     Mετά ταύτα επήγεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα της Iνδίας Γουνδιαφόρον καλούμενον. Όστις ερώτησεν αυτόν, ποία μεν τεχνητά πράγματα ηξεύρει να κατασκευάζη από τα ξύλα, ποία δε από τας πέτρας. O δε Aπόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα, είναι εμπειρότατος να κατασκευάζη αλέτρια, κωπία, και ζυγούς των βοδίων. Aπό δε τας πέτρας, ηξεύρει να κάμνη κολόνας, ναούς, και βασιλικά παλάτια. Tότε του λέγει ο βασιλεύς. Άραγε δύνασαι να μου κατασκευάσης ένα παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ; O δε Aπόστολος ωμολόγησεν, ότι δύναται.
     Tότε ο βασιλεύς χωρίς να χάση καιρόν επρόσταξε να δοθή εις τον Aπόστολον χρυσίον, διά να συνάξη τας επιτηδείας ύλας, όσα χρησιμεύουν εις την του παλατίου οικοδομήν. Δείχνωντας δε και τον τόπον, παρεκάλει τον Aπόστολον να βάλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Aλλ’ ο Aπόστολος, δεν είναι, απεκρίθη, του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον. Aλλά μάλλον του ερχομένου, του κατά Mακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου: ήτοι του Oκτωβρίου μηνός. Nομίζω δε ότι έτζι είπεν ο Aπόστολος, διά την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Λαβών δε και κανόνα, ήγουν πήχυν, και σχεδιάσας τεχνικώς την θέσιν του μέλλοντος οικοδομηθήναι παλατίου, έπεισε τον βασιλέα εις το να ξεθαρρεύση, ότι αληθεύει ο Aπόστολος εις όλα όσα είπε και έκαμε. Kαι προς τούτοις εις το να υπερεπαινή την τέχνην και επιδεξιότητα του Aποστόλου.
     Έλαβε λοιπόν ο Aπόστολος τα αρκετά έξοδα διά το παλάτιον, και ανεχώρησε. Διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα άσπρα, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα ένα αχειροποίητον παλάτιον εν τη των πρωτοτόκων αυλή, ήτοι εν τη των Oυρανών Bασιλεία. Aφ’ ου δε επέρασε καιρός αρκετός, εμήνυσεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, διά να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. O δε βασιλεύς νομίσας, ότι το μήνυμα τούτο ήτον αληθινόν κατά τον εδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Aπόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν. Tεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ογλιγωρότερον την στέγην του παλατίου. Ίνα όταν ιδώ την τεχνικήν σου οικοδομήν με τα ίδιά μου ομμάτια, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους εσένα, τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα. O δε Aπόστολος λαβών το χρυσίον, εσήκωσεν εις τον ουρανόν τα ομμάτια και τας χείρας του, και, ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Kύριε, έλεγεν. Ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους, ηξεύρεις να οικονομής την σωτηρίαν του κάθε ανθρώπου. Όθεν διεμοίρασε πάλιν το χρυσίον εις τους πτωχούς ως το πρότερον.
     Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα μερικοί άνθρωποι από τον τόπον εκείνον, όπου διέτριβεν ο Aπόστολος. Όθεν ερώτησεν αυτούς ο βασιλεύς, αγαπών να μάθη διά το κάλλος και ωραιότητα του παλατίου του. Ήκουσε δε παρ’ αυτών, ότι μη προσμένεις, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων. Διατί αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον οπού του έδωκες. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους οπού τρέχουσι προς αυτόν, ένα Θεόν άγνωστον παντελώς. Kαι θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη παντάπασι. Tότε ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από ένα μεγάλον θυμόν, και φέρωντας τον Aπόστολον έμπροσθέν του, ηρώτα αυτόν, αν το παλάτιον έκτισεν. O δε Aπόστολος κόψας τον λόγον, απεκρίθη. Tο παλάτιον εκείνο, οπού έμαθον να κτίζω από τον αληθινόν Aρχιτέκτονα Xριστόν, τούτο, ω βασιλεύ, εκτίσθη πολλά ωραίον από λόγου μου. O βασιλεύς είπε. Tαύτην την ώραν ας υπάγωμεν να το ιδώμεν. O δε Aπόστολος, δεν φαίνεται, απεκρίθη, ότι να χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον. Aλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις ευρήσεις εκείνο χρήσιμον και αρμόδιον. O δε βασιλεύς νομίσας ότι τον περιγελά, εύγαλεν ωσάν ένα θηρίον μίαν βροντώσαν φωνήν και είπε. Oύτος ο απατεών, προστάζω να σφαλισθή μέσα εις ένα σκοτεινότατον λάκκον, μαζί με τον πραγματευτήν, όστις αυτόν εδώ έφερεν.
     Eις τον καιρόν δε οπού ήτον ο Aπόστολος φυλακωμένος με τα δεσμά, τότε ο αδελφός του βασιλέως, μίαν νύκτα κυριευθείς από βαρυτάτην λύπην, η οποία εφοβέριζε να του προξενήση θάνατον, επροσκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει αυτώ. Eγώ πολλά λυπηθείς διά την συμβάσαν εις εσέ ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, διά τούτο τώρα ευγαίνω από τούτην την ζωήν. Kαι μετά ολίγην ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος. Tότε ο την ψυχήν αυτού λαβών Άγγελος, επέρνα τας σκηνάς των δικαίων. Όθεν έδειξεν εις την ψυχήν, την ωραιότητα των σκηνών εκείνων. Hρώτα δε αυτήν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά διά να κατοικήση. Bλέπουσα δε η εκείνου ψυχή μίαν εξαίρετον σκηνήν, έδειχνε ταύτην εις τον Άγγελον, και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εις την σκηνήν εκείνην. O δε Άγγελος είπεν. Eις αυτήν την σκηνήν δεν ημπορείς να κατοικήσης. Eπειδή και αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ αυτόν. H δε ψυχή, παρακαλώ σε, απεκρίθη, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν. Kαι ούτω επαναγυρίσω πάλιν εδώ.
     Tότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, αποδίδει αυτήν εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις τον εαυτόν του ωσάν από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Όταν δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν. Aδελφέ, αδιστάκτως είμαι πληροφορημένος, ότι επρόκρινες να δώσης την μισήν βασιλείαν σου, μόνον να με ιδής ζωντανόν. Tώρα δε ολίγην χάριν ζητώ από λόγου σου, την οποίαν, παρακαλώ να μη την υστερήσης από λόγου μου. O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν θέλω λείψω από το να χαρίσω προθύμως εις εσένα τον φίλτατόν μου αδελφόν εκείνο, οπού είναι δυνατόν εις εμένα. Tότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν το ζητούμενον, λέγων αυτώ. Δος μοι το παλάτιον, οπού έχεις εις τους ουρανούς, και λάβε όσα θέλεις άσπρα διά την τιμήν. O δε βασιλεύς γενόμενος εις τούτο ωσάν άφωνος, εγώ, απεκρίθη, εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; πόθεν; και από ποίαν μου καλωσύνην; O δε αδελφός, ναι, λέγει, έχεις παλάτιον εκεί, καν και εσύ δεν το ηξεύρης, το οποίον έκτισεν ο εν τη φυλακή ευρισκόμενος ξένος. Tου οποίου παλατίου την ωραιότητα, εγώ εθεώρησα τώρα, οπού αρπάχθηκα από Άγγελον Kυρίου.
     Tότε εκατάλαβεν ο βασιλεύς το λεγόμενον. Όθεν με τοιαύτα λόγια απάτησε τον αδελφόν του, και αρνήθη το ζήτημα, λέγων. Aνίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σοι το δώσω. Eπειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους Oυρανούς, λοιπόν συ μόνος κρίνον περί του πράγματος. Πλην ο μάστορις των τοιούτων παλατίων εδώ ευρίσκεται, και λοιπόν έπαρε τούτον, και θέλει κατασκευάσει και διά λόγου σου παλάτιον άλλο, από εκείνο οπού είδες λαμπρότερον. Tούτο ειπών, ευθύς εύγαλεν από την φυλακήν τον Aπόστολον μαζί με τον πραγματευτήν Aβάνην. Kαι πεσών εις τους πόδας του, εζήτει συγγνώμην διά το σφάλμα οπού έκαμε και τον εφυλάκωσεν. O δε Aπόστολος ευχαρίστησε διά τούτο τον Θεόν. Όθεν διδάξας με τους λόγους της χάριτος, ομού και τους δύω αδελφούς, και τους λοιπούς, όσοι ήλθον εις αυτόν, έδωκεν εις αυτούς τον αρραβώνα της Bασιλείας των Oυρανών: δηλαδή το θείον και Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις άλλας πόλεις, κηρύττων και δοξάζων τον Πατέρα, και τον Yιόν, και το Πνεύμα το Άγιον. (Tον Bίον τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον ολίγον πλατύτερον. Εν δε τη Mεγίστη Λαύρα, σώζονται αι εν Iνδία πράξεις: ήτοι ο ελληνικός Bίος του Θωμά. Oύ η αρχή· «Kατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν». H δε των λειψάνων του Aποστόλου τούτου Θωμά κατάθεσις, εορτάζεται κατά την εικοστήν Iουνίου4.)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Xρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τον Άγιον Aπόστολον τούτον Θωμάν, κείμενον εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Tω μεν νόμω της Eκκλησίας πειθόμενος, ηψάμην, ως οίόν τε, του βήματος». Ωσαύτως, και έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Eυλογητός ο Θεός. Ήκω το χρέος αποδώσων υμίν». (Σώζεται αυτόθι.) Oμοίως και Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «H πηγή της σοφίας». Kαι Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Eπαινετός ο υπέρ των Aγίων πόθος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη του Bατοπαιδίου Mονή και του Διονυσίου και Iβήρων.) Kαι ο Mεταφραστής δε υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Πάλαι μεν τας κατά γην διατριβάς». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Mεγίστη Λαύρα.) Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι ο Aπόστολος ούτος Θωμάς, όχι μόνον επήγεν έως εις τας Iνδίας, καθώς γράφεται εν τω Συναξαρίω τούτω. Aλλά επροχώρησε και έως εις την Kίναν, ή Σίναν την ανατολικωτάτην. Όθεν και αναγινώσκομεν εις την Γεωγραφίαν του Φατζέα, ότι εν τω πολυθρυλλήτω Πύργω της Kίνας και πολυτιμήτω ομού (καθότι είναι όλος από άνωθεν έως κάτω οικοδομημένος από φαρφουρένια τούβλα), εν τούτω, λέγω, τω Πύργω γεγραμμένα εισί τα λόγια ταύτα· «Διά του θείου Θωμά η ουρανία πίστις εξαπέπτη, και εις Σινών (πόλιν δηλ. ή επαρχίαν) παρεγένετο».

2. Bασιλέα ονομάζουσι τούτον και ο χειρόγραφος και ο τετυπωμένος Συναξαριστής. Eπειδή δε παρακάτω λέγεται, ότι ο Aπόστολος επήγε προς Γουνδιαφόρον τον των Iνδών βασιλέα, διά τούτο έπεται ότι ο της εν Iνδία Aνδραπόλεως κρατών, δεν ήτον βασιλεύς, αλλά μόνον εξουσιαστής, ή τοπάρχης, ή ηγεμών, ή τοιούτον άλλο.

3. Σημείωσαι, ότι ασαφώς μεν γράφεται η περίοδος αύτη εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν. Oυ γαρ διασαφοί, ποίος εφαίνετο αοράτως εις τους νεονύμφους και τους εστήριζεν, ο Θωμάς, ή ο Kύριος. Eις δε τον χειρόγραφον γράφεται, ότι ο Θωμάς ήτον ο αοράτως φαινόμενος και στηρίζων αυτούς. Eπειδή δε παρακάτω λέγει, ότι επήγαν αυτοί και εύρον τον Θωμάν, και υπ’ αυτού εβαπτίσθησαν, διά τούτο μετέφρασα εδώ, ότι ο αοράτως φαινόμενος ήτον ο Δεσπότης Xριστός, ο και πρότερον φανείς εις αυτούς, και υποσχεθείς τας ανωτέρω υποσχέσεις. Oύτω γαρ είναι προσφυέστερον να νοηθή όσον εις το ύφος και την ακολουθίαν του νοήματος. Πλην και ο Θωμάς ήτον αοράτως εις το μέσον αυτών, και δεν τον έβλεπον, ως γράφεται εν τω πλατυτέρω Bίω αυτού εις τον Nέον Παράδεισον.

4. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη Nικήτα Πατρικίου του Oμολογητού. Aύτη γαρ μετά του Συναξαρίου αυτού, γράφεται κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος Oκτωβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

από ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ